πορτραιτίστας

πορτραιτίστας
και πορτρετίστας, ο, Ν
ζωγράφος που ζωγραφίζει πορτραίτα, προσωπογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. portraitiste < portrait «προσωπογραφία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”